τετράμετρος

τετράμετρος
-η, -ο / τετράμετρος, -ον ΝΑ
1. αυτός που αποτελείται από τέσσερεις μετρικούς πόδες
2. το ουδ. ως ουσ. το τετράμετρο(ν)
ρυθμικό γένος τής αρχαίας μετρικής, που αποτελείται από τέσσερεις μετρικούς πόδες ή διποδίες (α. «τροχαϊκό τετράμετρο» — το τετράμετρο που αποτελείται από δύο τροχαϊκές τετραποδίες, μία ακατάληκτη και η άλλη καταληκτική
β. «αναπαιστικό τετράμετρο» — το τετράμετρο που αποτελείται από οκτώ πόδες, κυρίως αναπαίστους, διατεταγμένους σε δύο τετραποδίες
γ. «ιαμβικό τετράμετρο» — το τετράμετρο που διακρίνεται σε ακατάληκτο, και χρησιμοποιείται από τους λυρικούς Ανακρέοντα, Αλκμάνα και Αλκαίο, και σε καταληκτικό από δύο τετραποδίες, η πρώτη ακατάληκτη και η δεύτερη καταληκτική, και χρησιμοποιείται κυρίως από τον Ιππώνακτα)
αρχ.
φρ. «γωνίαι τετράμετροι» — οι ορθές γωνίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)-* + -μετρος (< μέτρον*), πρβλ. δί-μετρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τετράμετρος — consisting of four metres masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετράμετρος — ο 1. αυτός που συντίθεται από τέσσερα μέτρα. 2. στίχος που απαρτίζεται από τέσσερις μετρικούς πόδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τετράμετρον — τετράμετρος consisting of four metres masc/fem acc sg τετράμετρος consisting of four metres neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραμέτροις — τετράμετρος consisting of four metres masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραμέτρου — τετράμετρος consisting of four metres masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραμέτρους — τετράμετρος consisting of four metres masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραμέτρων — τετράμετρος consisting of four metres masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραμέτρῳ — τετράμετρος consisting of four metres masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετράμετρα — τετράμετρος consisting of four metres neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετράμετροι — τετράμετρος consisting of four metres masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”